Καρναβάλι: Από πού κρατά η σκούφια τού κάθε μασκαρά;

karnabali

Παγανιστικά έθιμα ντυμένα με αποκριάτικες στολές που χάνονται στα βάθη των χρόνων, ετυμολογία με ιταλικό διαβατήριο, Χαναναίους, ελληνική Μυθολογία και ιστορία

Τρελό καρναβάλι, ήρθες και πάλι. Αλλά, τι σημαίνεις;

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά… Η λέξη «καρναβάλι» δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια λέξη γνωστή, μα και τόσο άγνωστη. Υπάρχουν, ωστόσο, πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι λαογράφοι. Το βέβαιο είναι ότι όσο περισσότερο ερευνάς για την προέλευση του καρναβαλιού, ακόμη και για την ετυμολογία της λέξης, τόσο πιο βαθιά χώνεσαι στην ειδωλολατρία και τον παγανισμό.

Τα περισσότερα λεξικά συμφωνούν, πάντως, πως το «καρναβάλι» είναι δάνειο από την ιταλική λέξη ‘’carnevale’’, η οποία ανάγεται στο υστερολατινικό ‘’carnem’’ (το κρέας) και ‘’levare’’ (σηκώνω, αφαιρώ). Από εκεί έχουμε, από τον 13ο αιώνα και μετά, το παλαιό ‘’carnelevare’’ από την Πίζα, το παλαιό βενετσάνικο ‘’carlevar’’, επομένως υποθέτουμε πως έγινε αφομοίωση και φτάσαμε στο ‘’carnelevale’’ και μετά ‘’carnevale’’. Από τα Ιταλικά η λέξη διεθνοποιήθηκε και πέρασε σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές γλώσσες – μεταξύ των οποίων και στα Ελληνικά.

Δηλαδή, το καρναβάλι, που μας μπάζει στη Σαρακοστή, είναι ο αποχαιρετισμός στο κρέας, στην κατανάλωση κρέατος. Ανάλογη, άλλωστε, είναι και η ελληνική ονομασία: από-κρεω.

Η Encyclopaedia Britannica κάτω από τον τίτλο «καρναβάλι» αναφέρει: «Η προέλευση της λέξης είναι αβέβαιη, παρότι πιθανόν να προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό ‘’carnem levare’’ ή ‘’carnelevarium’’, που σημαίνει να παίρνεις ή να αφαιρείς κρέας. Σύμφωνα με το “Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend”, το καρναβάλι προέρχεται από τη φράση ‘’carrus navalis’’ που σημαίνει κάρο της θάλασσας, ένα τροχοφόρο όχημα με μορφή πλοίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στις πομπές του Διόνυσου και από το οποίο έψαλλαν όλα τα είδη των σατυρικών τραγουδιών». Μέχρι τις ημέρες μας έμειναν ως «άρματα» του καρναβαλιού.

Υπάρχει και η εκδοχή που υποστηρίζει ότι η λέξη “carne vaal” περιλαμβάνει ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του αρχαίου θεού Βάαλ. Ήταν ο αδηφάγος θεός των Χαναναίων, με κεφάλι ταύρου, και στο όνομά του θυσίαζαν βρέφη. Για τη λατρεία του, οι άντρες φορούσαν γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες ντύνονταν άντρες κι έβγαιναν στους δρόμους με διάθεση για κραιπάλη και κάθε είδους όργια, κρατώντας όπλα ή ρόπαλα – όπως στης Πλάκας τις ανηφοριές, δηλαδή.

Κι αφού πιάσαμε Ελλάδα, μία -τουλάχιστον- από τις πολλές, βαθιές ρίζες του καρναβαλιού βρίσκεται στην ελληνική Μυθολογία. Εκεί, υπήρχε ο Κάρνος, ένας κριόμορφος θεός, προστάτης της γονιμότητας – λατρεύτηκε πολύ στη Λακωνία και τη Μεσσηνία, πριν από την κάθοδο των Δωριέων. Φυσικά και θυμίζει Διόνυσο και Πάνα. Το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε», στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε». Η έκφραση «καρνάβαλε», θα μπορούσε να λέει «είθε, θεέ Κάρνε» – δηλαδή, μακάρι, κριόμορφε θεέ, να εκπληρώσεις τις προσδοκίες μας για γονιμότητα κι ευημερία.

Καρναβάλι, όμως, χωρίς μασκαράδες δεν γίνεται. Η λέξη «μάσκα» είναι δάνειο από τα Ιταλικά (αν και στα σύγχρονα Ιταλικά η λέξη είναι ‘’maschera’’) και η ιταλική λέξη ανάγεται σε ένα υστερολατινικό ‘’masca’’, που σήμαινε «προσωπίδα». Πάντως, για την ετυμολογία της λατινικής λέξης δεν υπάρχει μια ευρέως αποδεκτή άποψη. Ίσως, όπως γράφει το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Λέξεις Που Χάνονται», να είναι δάνειο από το αραβικό ‘’maskharah’’, γελωτοποιός, από το οποίο μπορεί να προέρχεται το δικό μας «μασκαράς», ιδίως αν σκεφτούμε τη λέξη «μασκαραλίκι» – η γελοία πράξη. Δηλαδή, τα λεξικά αναγνωρίζουν δύο ελληνικές λέξεις «μασκαράς», τη μία με τη σημασία «μεταμφιεσμένος», που ετυμολογείται από το βενετικό ‘’mascara’’ και αυτό από το υστερολατινικό ‘’masca’’, με άγνωστη την απώτερη προέλευση, και μία με τη σημασία «γελωτοποιός», που προέρχεται από τα Αραβικά, μέσω Τουρκικών. Από την ίδια ρίζα έχουμε και τη «μασκότ», καθώς και τη «μάσκαρα».

Στην Πάτρα, «πρωτεύουσα» του καρναβαλιού, ο πρώτος αποκριάτικος χορός, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, δόθηκε το 1829. Τη μόνη χρονιά που η πόλη δεν γιόρτασε Απόκριες ήταν το 1964, εξαιτίας του εθνικού πένθους για τον θάνατο του βασιλιά Παύλου. Το 1966, το πατρινό καρναβάλι συμμετέχει στο Κυνήγι του Κρυμμένου Θησαυρού και εκεί η χώρα γνώρισε τον Άλκη Στέα, ο οποίος τα επόμενα χρόνια έγινε ο επίσημος παρουσιαστής του. Σε άλλες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας τηρούν διαφορετικά έθιμα: Βλάχικος Γάμος στη Θήβα, Δίκη του Καδή στο Λιτόχωρο, Κουδουνάτοι στη Νάξο, Μπουρανί στον Τύρναβο, Αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξείδι, Μωμόγεροι στη Μακεδονία και τη Θράκη και άλλα.

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το βράδυ της Κυριακής, κοινό σημείο αναφοράς είναι τα μασκαρέματα, το ξεφάντωμα, τα παγανιστικά έθιμα, η δόξα στον Διόνυσο – ή τον Σατούρνο ή τον Βάκχο ή τον Πάνα ή τον Κάρνο ή τον Βάαλ κ.λπ. Το καρναβάλι πάντα τελειώνει με τη φωτιά, εκεί όπου παραδίδεται ο Βασιλιάς Καρνάβαλος, αφού η δύναμη της λάμψης της φλόγας συμβόλιζε, κατά τους αρχαίους Έλληνες, τη δύναμη που εξουδετερώνει το κακό, ξορκίζει τα καταστροφικά πνεύματα και προσφέρει κάθαρση από κάθε αμαρτία. Και επειδή το καρναβάλι τοποθετείται χρονικά στο μεταίχμιο του χειμώνα με την άνοιξη, η φωτιά «καθαρίζει» τη φύση για να είναι έτοιμη για την παραγωγική περίοδο που έπεται.

Κι από Καθαρά Δευτέρα, αφού ξεμπερδέψαμε με τις πάσης φύσεως κραιπάλες της Αποκριάς, ξεκινά η νηστεία και η προσευχή. Άλλος Θεός…

Σχετικά